μυόλεμμα

μυόλεμμα
και μυείλημα, το
ανατ. διαφανές σωληνώδες υμενώδες έλυτρο που περιβάλλει εγκαρσίως καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. σαρκείλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυόλεμμα είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myolemma (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + λέμμα* «φλοιός» (< λέπω), πρβλ. sarcolemma. Ο τ. μυείλημα < μυς, μυός + είλημα «κάλυμμα, σκέπασμα» (< είλω / ειλώ «στρίβω, τυλίγω»), πρβλ. νευρείλημα, αγγλ. neurilema].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”